- κοττάβισις
- κοττᾰβ-ῐσις, εως, ἡ,A playing at the cottabos, Plu.2.654c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοττάβισις — κοττάβισις, ἡ (Α) [κοτταβίζω] το παίξιμο τού κοττάβου … Dictionary of Greek
κοτταβίσεως — κοτταβίσεω̆ς , κοττάβισις playing at the cottabos fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)